- καταβλαβεύς
- καταβλᾰβεύς, έως, ὁ,A damager, prob. in IG14.432.9 ([place name] Tauromenium), = Supp.Epigr.4.58.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταβλαβεύς — καταβλαβεύς, ὁ (Α) επιγρ. αυτός που βλάπτει, που ζημιώνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βλαβεύς (< βλάβη), τ. που μαρτυρείται μόνο στο παρόν σύνθ. ουσ.] … Dictionary of Greek
καταβλαβεῖ — καταβλάπτω hurt greatly aor subj pass 3rd sg (epic) καταβλαβεύς damager masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβλαβῇ — καταβλάπτω hurt greatly aor subj pass 3rd sg καταβλαβῆι , καταβλαβεύς damager masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)